Mας ρωτάει χωρίς περιστροφές μόλις βεβαιώθηκε ότι είμαστε πιθανοί πελάτες. Τα αγγλικά τηςμοιάζουν κινέζικα, αλλά τα περιθώρια παρεξήγησης είναι μικρά προς το παρόν.«Ίσως…»λέμε κι οι δυο μαζί σε συγχορδία. Την κοιτάμε με δυσπιστία. Δε μας γεμίζει το μάτι και θηλυκό κράχτη δεν έχουμε ξαναδεί.«Ελάτε, ελάτε, θα σας πάω εγώ. Εδώ δίπλα είναι».Μάταια προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μην πάει.Ο Βασίλης, που ζει για κάτι τέτοια, δεν το σκέφτεται καθόλου.Το κορίτσι-δόλωμα για χαζούς ξένους μάς οδηγεί κατευθείαν στην παγίδα. Πρώτο κακό σημάδι. Πρέπει να ανέβουμε σκάλες. Όχι πολλές, ωστόσο αρκετές ώστε να μην μπορούμε να  πηδήξουμε απ’ το παράθυρο, αν χρειαστεί. Δεύτερο κακό σημάδι. Στο σαλόνι στέκονται ίσα με 30 κοπέλες σε παράταξη, λες και περιμένουν τον γυμνασιάρχη να τους απονείμειέπαινο καλής διαγωγής. Είπαμε κόσμος υπάρχει ατελείωτος,αλλά αυτό παραπάει. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Ωστόσο,αφού ανεβήκαμε που ανεβήκαμε, λέμε να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στις φατσούλες με τα παγωμένα χαμόγελα.

Τα βλέμματα τους είναι αθώα, συγκρατημένα, εφηβικά.Γύρω στα 20 κατά μέσο όρο η καθεμιά τους, κυνηγούν όπως όλοι το κινέζικο όνειρο το οποίο όμως πάει να γίνει εφιάλτης στον δρόμο με τους ουρανοξύστες που κυκλώνουν το κτίριο της πρώην γαλλικής συνοικίας.

Μπορεί για κάποιες αυτό να είναι προτιμότερο απ’ τη ζωή στα χωράφια, σε κάποια ξεχασμένη από τον Θεό γωνιά, 3.000 χιλιόμετρα μακριά. Από την ολοήμερη εργασία χωρίς αμοιβή και την αναγκαστική συμβίωση με κάποιον άξεστο αγρότη με τραχιά χέρια, που της φέρεται σαν να ήταν σκουπίδι επειδή δεν του έκανε τον έναν και μοναδικό γιο που δικαιούται. Από την σκέψη ότι θα δουλεύει σαν σκλάβα μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της σ’εκείνο το σκονισμένο χωριουδάκι που της έτυχε να γεννηθεί.Η ελπίδα κάνει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματαακατανόητα για κάποιους άλλους. Κάτω από τα φώτα της μεγάλης πόλης τα νιάτα τους,η δροσιά τους, η καλοσύνη τους μπορεί και να γοητεύσουν κάποια μοναχική ψυχή που ψάχνει λιμάνι. Κάποιον σαν τον καπετάνιο στα «Κόκκινα Φανάρια» ή τον χήρο έμπορο υφασμάτων που γνώρισα στην Πράγα πριν από λίγα χρόνια, έτοιμο να παντρευτεί μια σαρανταπεντάρα πόρνη από τη Σιβηρία.

Αν δεν βρεθεί ο καλός Σαμαρείτης, τα λεφτά είναι δεκαπλάσια απ’ αυτά που κερδίζουν αντίστοιχες κοπέλες σταεργοστάσια της Apple, της Nike και όλων των άλλων δυτικών εταιριών. Με λίγο καλό κουμάντο, μπορούν να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στα 30-35 τους, σαν την Βρετανίδα Brook Magnati η οποία χρηματοδότησε μέρος των σπουδών της δουλεύοντας σε γραφείο συνοδών και τώρα είναι διακεκριμένη ερευνήτρια με διδακτορικό.Για την τεράστια πλειοψηφία αυτών των κοριτσιών δε θα συμβεί τίποτα απ’όλα αυτά. Ωστόσο, η αμυδρή έστω προοπτική και η πιθανότητα μιας ελεύθερης κάποτε ζωής κάνουν όλες αυτές τις ψυχές να υπομένουν τις ορέξεις του κάθε παπάρα με λεφτά που φτάνει μέχρι εδώ. Η ίδια μου η κολλητή, ηΒερόνικα – φανατική φεμινίστρια κατά τα άλλα, η ελληνική έκδοση της Μιράντα του Sex and the City – μια φορά που συζητούσαμε τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών ανά τον κόσμο, μου είπε κατάμουτρα ότι θα προτιμούσε να είναι πόρνη στην Ελλάδα παρά να ζει στο Αφγανιστάν υπό τους Ταλιμπάν.

Τα κακά σημάδια συνεχίζονται χωρίς να τους δίνουμε σημασία. Κανένας δε μιλάει αγγλικά και η ατμόσφαιρα είναι τελείως αντιερωτική. Πριν το καταλάβουμε βρισκόμαστε με δύο κοπελίτσες σ’ ένα κρύο δωμάτιο, με το μοναδικό φως να έρχεται από τον πολυέλαιο του σαλονιού. Υπάρχουν δύο διθέσιοι μαύροι καναπέδες και στη μέση ένα σύστημα καραόκε. Μικρόφωνα, ηχεία, καλώδια, μίνι κονσόλα. Στον τοίχο απέναντι η τηλεόραση, αντί για «Το παλαμάρι του βαρκάρη 3», δείχνει κάποιον διαγωνισμό τραγουδιού. «Φίλε, την πατήσαμε.» Λέω του Βασίλη, ο οποίος μου γνέφει όπως του έκανα εγώ πριν. Έχω ακούσει για τις απάτες αυτού του τύπου και τώρα έχω πέσει κι εγώ θύμα σε μια από αυτές. Για να βεβαιωθούμε, προσπαθούμε να τριφτούμε λίγο με τα κορίτσια, αλλά δε μας αφήνουν να κάνουμε πολλά. Αν αυτές είναι πουτάνες, εμείς είμαστε μυστικοί πράκτορες της MI6. Την ίδια στιγμή, ανοίγει η πόρτα κι ένας βλοσυρός τύπος ακουμπάει στο τραπεζάκι έναν δίσκο με δύο ποτήρια μ’ ένα σκούρο ποτό (μάλλον κόκα-κόλα) συνοδευόμενο από κομμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς.«Μα, δεν παραγγείλαμε τίποτα.» Διαμαρτυρόμαστε. Τζάμπα κόπος. Αμέσως μετά οι δυο καριολίτσες μάς προσκαλούν να πιούμε στην υγειά τους. Μας χώνουν στο στόμα από κάνα δυο ξηροκάρπια. Δεν τα θέλουμε, τα φτύνουμε, με τα μάτια συμφωνούμε ότι είναι ώρα να την κάνουμε πριν μας βρει κανά κακό. Πάνω που σηκωνόμαστε,ξαναμπουκάρει ο τύπος με ύφος εκτελεστή της μαφίας και με τον λογαριασμό στο χέρι. «Παλικάρια, την έχετε πατήσει.» Μας λέει και σιγά μην χρειάζεται να ξέρουμε Κινέζικα για να καταλάβουμε τι εννοεί. «Εδώ έχω το μπουγιουρντί σας.» «Δεν παραγγείλαμε τίποτα, τις κοπέλες δεν τις ακουμπήσαμε, δεν πληρώνουμε, άντε γαμήσου.» Απαντάμε, και σιγά μην τον νοιάζει τι λέμε ή σε ποια γλώσσα.

  Παίρνω το χαρτάκι στα χέρια μου. Νομιμότατο, κομμένο σε ταμειακή μηχανή με ΑΦΜ, ΦΠΑ, ΜΙΚΑ, ΣΥΚΑ, σημερινή ημερομηνία και ώρα πριν από πέντε λεπτά. 3000 Γουάν.«Τι έκανε λέει; 300 ευρώ; A, τους παλιόπουστες! Α, τα καθάρματα!» Ο Βασίλης τα παίρνει στο κρανίο μόλις του δείχνω την απόδειξη, αλλά το ένστικτο αυτοσυντήρησης μαζί με τα αμέτρητα μίλια που έχει γράψει ανά τον κόσμο τον κρατούν ψύχραιμο.
Οι επιλογές είναι δύο.Επιλογή πρώτη: Το παίζουμε σκληροτράχηλοι τυχοδιώκτες που δε μασάνε από κάτι τέτοια, σκίζουμε την απόδειξη, αρχίζουμε το κλωτσομπουνίδι, τους σαπίζουμε όλους στο ξύλο – εκτός από τα κορίτσια, εννοείται – βουτάμε από το παράθυρο και προσγειωνόμαστε κύριοι, χωρίς γρατζουνιά στο πεζοδρόμιο, αφού έχουμε προηγουμένως περάσει μέσ’ από γροθιές, τζάμια, σφαίρες και ιπτάμενα στιλέτα.Επιλογή δεύτερη: Σκάμε τα κερατιάτικα σαν καλά παιδιά και φεύγουμε με την ουρά στα σκέλια. Η απόφαση είναι εύκολη. Πληρώνουμε με mastercard και γινόμαστε καπνός.

Για την συνέχεια… αγόραστε το βιβλίο…