… ωωωωωω! θεέτων Ιμαλαΐων! Ακριβώς απέναντί μου, απλώνεται μια σειρά από πανύψηλες κορυφές τυλιγμένες με ένα δαντελένιο, φίνοπέπλο χιονιού. Φωτισμένες με μαεστρία από τον ήλιο, θυμίζουν πρωταγωνίστριες σε αμερικανικό μιούζικαλ. Νιώθω ότι πρέπει να τους συστηθώ και κάνω ασυναίσθητα μια κίνηση που μοιάζει μ’αυτήν που κάνουν οι τζουντόκα, όταν στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο πριν αρχίσει το παιχνίδι. Είναι τόσο υπέροχες και μοιάζουν τόσο κοντινές που νιώθωότι, αν απλώσω το χέρι μου, θα τις αγγίξω κι αυτές θα μεπάρουν κοντά τους όπως οι νεράιδες των παραμυθιών. Όχι όμως. Είναι τόσο άπιαστες όσο τα διαμάντια στο στέμμα της βασίλισσας, το χρυσάφι στο τέλος του ουράνιου τόξου ή η αιωνιότητα η ίδια.

Κάθομαι και χαζεύω ασάλευτος επί ώρα. Πώς μπορεί κάτι που είναι τόσο κοντά να βρίσκεται τόσο μακριά την ίδια  στιγμή; Κοντεύω να μπω στη νιρβάνα, όταν ακούω τα εξωτερικά φερμουάρ να ανοίγουν σιγά-σιγά το ένα μετά το άλλο. Οι σύντροφοί μου ξυπνούν και, σηκώνοντας τα μάτια τους, παθαίνουν ό,τι έπαθα κι εγώ πριν από λίγο. Απ’τα πολλά «Ω,θεέμου!»,νομίζω ότι θα εμφανιστεί ο ίδιος αυτοπροσώπως για να μας βγάλει μια και καλή από την έκσταση.Όλοι έχουν την ίδια αντίδραση, εκτός απ’τον Γιώργο ο οποίος τα έχει περάσει όλα αυτά πριν από 20 χρόνια και τίποτα πλέον δεν του κάνει εντύπωση. Μας βλέπει όλους έτσι και ρωτάει με μπλαζέ, βαριεστημένο ύφος: «Πώς κάνετε έτσι, καλέ; Δεν έχετε ξαναδεί χιονισμένη βουνοκορφή των Ιμαλαΐων 8.000 μέτρα ψηλή, λουσμένη στο κρυστάλλινο πρωινό φως, από τόσο κοντά που να νομίζετε ότι μπορείτε να την αγγίξετε απλώνοντας το χέρι σας;». Και τότε απαντάμε όλοι μαζί,αργά, συλλαβιστά, με μια φωνή, σαν μέλη χορικού σε κωμωδία του Αριστοφάνη: «Ό-χ-ι… α-δελ-φέ… Γιώρ-γο… ΔΕΝ έ-χου-με ξα-να-δεί πο-τέ κά-τι τέ-τοιο!»

Η πρώτη αυτή συνάντηση με τα πραγματικά Ιμαλάια μάς ανεβάζει το ηθικό στα ύψη. Παίρνουμε γρήγορα το πρωινό – έτοιμο, όπως κάθε μέρα, στη μεγάλη σκηνή – και ξεκινάμε.Ο δρόμος-μονοπάτι είναι γεμάτος από κόσμο: επίδοξοι κατακτητές του Έβερεστ και των άλλων κορυφών-δολοφόνων,που φαίνεται να μην έμαθαν τίποτα από την περσινή καταστροφή, απλοί εκδρομείς χωρίς πολλές φιλοδοξίες, άφραγκοι backpackers που τρώνε κάθε δεύτερη μέρα και κοιμούνται όπου βρουν, διάφοροι αδέσποτοι σκληροπυρηνικοί με τεράστια σακίδια στην πλάτη οι οποίοι δεν έχουν υπηρέτες να τους νταντεύουν – αυτοί μας κοιτάνε με μισό μάτι –, παιδιά που τρέχουν για το σχολείο και αμέτρητοι ντόπιοι με τα ασήκωτα καλάθια στο κεφάλι, γεμάτα από λαχανικά και φρούτα μέχρι υλικά οικοδομής και πανάκριβο εξοπλισμό ορειβασίας. Η πολυκοσμία  και το κατά στιγμές μποτιλιάρισμα δεν αποτελούν πρόβλημα για κανέναν.

Ο μεγάλος αντίπαλος όλων ανεξαιρέτως είναι το υψόμετρο. Αυτό κάνει την ανάβαση, ακόμα και σε ομαλό μονοπάτι σαν κι αυτό όπου είμαστε,ιδιαίτερα δύσκολη και δυνητικά επικίνδυνη. Η ελλιπής οξυγόνωση του οργανισμού προκαλεί αρχικά ελαφρύ πονοκέφαλο και φτάνει μέχρι αργό θάνατο από πνευμονικό ή εγκεφαλικό οίδημα, στις ακραίες συνθήκες που επικρατούν από τα 7.000 μέτρα και πάνω. Τα 5.600 που στοχεύουμε εμείς δεν κρύβουν τόσο μεγάλο κίνδυνο, αλλά η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουμε είναι ακριβώς η ίδια, μόνο μικρότερη σεδιάρκεια. Ο αρχηγός δεν σταματάει να φωνάζει: «Πίνετε υγρά συνεχώς. Τσάι και νερό. Χωρίς να διψάτε. Με το ζόρι! Και ανεβαίνετε με αργό ρυθμό. Όσο πιο αργά γίνεται. Ας νιώθετε ότι μπορείτε να πάτε πιο γρήγορα. Η ασθένεια του υψομέτρου σε οποιοδήποτε στάδιο δεν έχει φάρμακο. Η μοναδική θεραπεία είναι να κατέβεις χαμηλότερα». Μαθαίνουμε επίσης ότι υπάρχει μια τεχνική που λέγεται«ανέβαψηλά, κοιμήσου χαμηλά» την οποία θα εφαρμόσουμε κι εμείς όταν έρθει η ώρα. Είναι απλή και δύσκολη στην εφαρμογή της. Για να έχεις κάποια ελπίδα να τα καταφέρεις, πρέπει να κοιμάσαι σε χαμηλότερο υψόμετρο απ’αυτό που έφτασες την ίδια ή την προηγούμενη μέρα. Αν π.χ. κοιμήθηκες στα 5.000 μ. κι ανέβηκες στα 5.700 μ. το πρωί, πρέπει να κατέβεις στα 4.200 μ. για να περάσεις την επόμενη νύχτα. Αυτή είναι πάνω-κάτω η διαδικασία εγκλιματισμού, για οποιονδήποτε στόχο έχεις.

Ήδη    από την    τέταρτη    μέρα,    έχουν    αρχίσει    τα παρατράγουδα.  Ο Σάσα με τον Αριστείδη ανεβαίνουν πολύ γρήγορα, παρά τις φωνές του leader. Από τους σκηνο-συ-ντρόφους τους διαρρέει η πληροφορία ότι δεν κοιμούνται καλά το βράδυ, αλλά οι ίδιοι δεν θέλουν να το μάθει ο αρχηγός, γιατί φοβούνται ότι μπορεί να τους διατάξει να γυρίσουν πίσω. Ο ύπνος στο υψόμετρο είναι δύσκολος έτσι κι αλλιώς και δε σημαίνει απαραίτητα κάτι κακό. Αϋπνία και λίγο πονοκέφαλο έχεις και στο σπίτι σου, στα καλά καθούμενα. Πόσο μάλλον εδώ πάνω.

  Για την συνέχεια… αγοράστε το βιβλίο…